- διαίσθησις
- διαίσθ-ησις, εως, ἡ,A clear perception, Apolloph.Stoic.1.90, Numen. ap. Eus.PE14.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαίσθησιν — διαίσθησις clear perception fem acc sg διαισθάνομαι perceive distinctly aor subj mid 2nd sg (epic) διαισθάνομαι perceive distinctly pres subj mp 2nd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαίσθηση — Τρόπος άμεσης πρόσκτησης γνώσεων, χωρίς επίγνωση της σχετικής διαδικασίας. Στην ιστορία της σκέψης, η δ. ήταν αρχικά intuitio intellectualis, δηλαδή μία μορφή που στηρίζεται στον συνδυασμό των αισθήσεων και της νόησης και αφορά την άμεση σύλληψη… … Dictionary of Greek